- ορίκτυπος
- ὀρίκτυπος, -ον (Α)αυτός που αντηχεί στα όρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορι- (βλ. λ.όρος [II]) + κτύπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρίκτυπος — sounding in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρίκτυπον — ὀρίκτυπος sounding in masc/fem acc sg ὀρίκτυπος sounding in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek